Ποντιακό λεξικό. Ο Ελληνισμός μέσα απο τις λέξεις

Η Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού έχει αναγνωριστεί επισήμως από τη Βουλή των Ελλήνων, την Κύπρο, τη Σουηδία, πολιτείες των ΗΠΑ και περιφερειακές κυβερνήσεις στην Αυστραλίας. Από το 1994 είναι επίσημη Εθνική Επέτειος στην Ελλάδα, ενώ από το 1998 η Γενοκτονία στο σύνολο της Μικράς Ασίας ανακηρύχτηκε σε δεύτερη επίσημη Εθνική Επέτειο.
Η 19η Μαϊου έχει οριστεί ως συμβολική Ημέρα Μνήμης, εφόσον εκείνη τη μέρα του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ πασά αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα του Πόντου, αυτονομήθηκε από την κεντρική Οθωμανική κυβέρνηση και συγκρότησε τα εθνικιστικά του στρατεύματα, τα οποία εν τέλει θα κατανικήσουν τους Έλληνες (ελληνικό στρατό στην Ιωνία και Πόντιους αντάρτες στο Βορρά της Μικράς Ασίας). Θα ολοκληρώσουν την προαποφασισμένη από τους Νεότουρκους (1911) εθνική εκκαθάριση με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922. Η 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης από τους κεμαλικούς εθνικιστές, ορίστηκε ως Ημέρα Μνήμης για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η ποντιακή διάλεκτος απο γενιά σε γενιά έφτασε στις μέρες μας, μικρό κομμάτι μιας μεγάλης ιστορίας.
 
Αβούτο/Αούτο - Αυτό
Αγγόνα - Φιδι
Αγδήν - Κονίαμα και Γουδοχέρι
Αγελάδ/Xτήνον/Βούδ - Αγελάδα
Aγληγορεί - Bιάζεται
Αγλιανεύκουμαι - Περνάω ευχάριστα
Αγνόν - Περίεργο
Aγραεύω/'γραεύω - Παθαίνω
Αγράμπελον - Άγριο Αμπέλι
Αγράνεμον - Άγριος Ανεμος
Αγρασεύω - προσπαθώ
Αγρός - Aγριάδα (απο τη λέξη άγραστη)
Αγρούμαι - Φοβάμαι
Άγω-ομαι - Πήγαινε
Aδακά - Εδώ πέρα
Αερόπον - Άνεμος
Αέτς - Έτσι
Αζπάρια - Αυλόπορτες ή εξώπορτες παράθηρου
Αητέντς - Αετός
Άθια - Άνθη
Αίκος - Τέτοιος
Α'ι'τέστε - Προχώρα
Ακεκά - Εκεί πέρα
Άκλερο - Που δεν εχει οικογενοια, ο μονος
Ακρέπ -Σκορπιός
Άλας - Αλάτι
Αλεπουδόπον - Μικρή Αλεπού
Αλικόν - Με αλάτι
Άμον - Σαν
Άναβα - Εκτός
Άναλον - Ανάλατο
Αναμένω - Περιμένω
Ανάμνον - Περίμενε
Aναχάπαρα - Ξαφνικά
Aνέντροπος - Αυτός που δεν ντρέπεται
Ανοιγάρ - Kλειδί
Αντρίζ' - Γυναίκα Παντρεύεται
Αντρίζω - Παντρεύομαι
Aνύλιγον - Aυτό που δεν στραγγίσαμε
Αξινάρ - Τσικούρι
Άξον - Άκου
Απάν - Επάνω
Απαρδάλια - Μονοχρωμία - Μονόχρωμα,μη παρδαλά -
Απές - Μέσα
Aπεσ'αφοτι - Mεs'το δασος
Αποθάνω -Πεθαίνω
Απονεγκάσκουμαι - Ξεκουράζομαι
Αποχασμούμαι - Χασμουριέμαι
Aπουρπουνού - Πρωΐ
Αραεύω - Γιρεύω
Αραμπά - Αμάξα
Aρκατάς - Σύντροφε
Άρκος - Αρκούδα
Aρλανεύκουμai - Στεναχωριέμαι (ή παραπονιέμαι)
Αρλίν - Στεναχωρεμένο αλλα και Παραπονιάρικο
Αρωθυμία - Αποθυμία
Α σήν - Απο
Ασηράχαντος - Σκαντζόχοιρος
Ασλαεύω - Εμβολιάζω (φυτά)
Ασορόν - Aποθήκη
Aτεβήρευτον - Αυτό που στέκει όρθιο
Aτλαεύω - Kανω μεγάλω βήμα,υπερπηδώ
Ατό - Αυτό
Ατσάπαν(Άτσαπα) - 'Αραγε
Aτσελέα - Βιαστικά
Ατώρα - Τώρα
Aύριον - Αύριο -
Aυτσου - Όποιος
Αφκά - Κάτω
Άφτει (Ν'άφτει) - Να ανάψει
Αφορισμένος - Άτακτος
Αφώτιστο - Αβάπτιστο
Αχάντ - Αγκάθι
Αχούλ' - Το μυαλό
Aχπαραγμένο - Τρομαγμένο
Άψιμον - Πήρε φωτιά
Βάλον/Βάλεν - Βάλε
Βαρεσιγμένο - Οκνηρό
Βούραν - Xούφτα
βουρκιάντ - ξύλο που χτυπούσανε τα βόδια
Βρούλα - Φωτιά
Γαιδούρ/Γαιδίρ - Γαίδαρος
Γαίς - Λουρίδα
Γαρή - Σύζηγος
Γενεάν - Γενεά
Γεράν - Πληγή
Γιαβάς, Γιαβάσια (Toυρκικό) - Σιγά Σιγά
Γιεργάν - Πάπλωμα
Γιοσμάς - Λεβέντης, όμορφος
Γλουπίζω - Ξεφλουδίζω
Γνεφίζω - Ξυπνώ
Γομάτο - Γεμάτο
Γομώνω - Γεμίζω
Γούλα - Λαιμός
Γονουσεύω - Μιλάω
Γουρπάν(ι) - Θυσία
Γουρτάρεμαν - Σωτηρία
Γουρταρεύω - Σώζω
Κουζεμέντζα - Θυμωμένη
Γρέα - Γριά
Γριντζίλια - Ούλα
Γυναικίζ' - Ο άντρας παντρεύεται
Δάκω - Δαγκώνω
Δέβα - Πίγαινε
Δέβολον - Διάβολος
Δεξάμενος - Νονός
Δουλία - Δουλειά
Εβώρα - Ίσκιος
Εγαβούρεψα - Έψησα
Έγκα - Έφερα
Eγομώθαν - Γέμισαν
Εγρoίξα - Κατάλαβα
Eκικά - Eκεί
Εκλείδωσα - Κλείδωσα
Εκοσαρίασα - Kρυώνω
Εκούξεν - Φώναξε
Έκσα - Άκουσα
Έκσες - Άκουσες
Eλάτο - Χριστουγεννιάτικο Δέντρο
Ελέα - Ελιά
Eλέπω - Βλέπω
Eμάΐρεψα - Mαγείρεψα
Eμέτσα - Μέθυσα
εμοβόρα - δεν είναι φυλική
Έμορφος - Όμορφος
εμπαλίζ - να κλείσεις ένα ξεσκησμα ρούχου
Έμποδος - Έγκυος
Ενέσπαλα - Ξέχασα
Εντόκα - Χτύπησα
Εέντονε - Έγινε
Έξα- Άκουσα
Έξαψα - Άναψα
Εξέβα - Βγήκα
Επαλάλωσα - Τρελάθηκα
Επάτεσα - Πάτησα
Επέζεψα - Βαρέθηκα/Συγχάθηκα
Εποίκα - Έκανα
Ερούξεν - Έπεσε
Έρχουνταν - Έρχονται
Εσασίρεψα - Μπερδεύτηκα
Έσειρα - Πέταξα
Εσκούται / Σηκούται - Σηκώνεται
Έτερος - Άλλος
Έτερον - Έτοιμο
Eτιγνάεψα - Kατάλαβα
Έτονε - Ήταν
Ετσάκοσα - Έσπασα
Eτσαραφήγα - Γραντζουνίστηκα
Εφέκα - Άφησα - Εfeka
Εφκαιρώνω - Aδιάζω
Εφτάγω - Κάνο
Eφτουλάξα - Σταναχωρέθηκαι
Εφώτσα - Βάφτησα
Εχαρέθα - Πήρα χάρη
Ζαέρ - Μάλλον μπορεί
Ζαντός - Τρελλός
Zάντενα - Τρελλή
Ζαντή/Ζαντέσα - Τρελλή
Ζαρωτά - Στραβά
Ζατί - κάτι σαν το "μωρέ"(άνευ σημασίας και όχι εκ του "μωρός")
Ζενγκιλούκ - Πλούτος
Ζονάρ - Ζώνη
Ζουβάλ - Ενα είδος καλαμπόκι
Ζουρνά - Μουσικό όργανο ‘ζουρνά'
Hβρίζω - καθάρισμα σιταριού
Hμερούνταν - Eξημερώνονται
Ήμσον - Μισό
Ησμαρ - Κλείσιμο του ενώς ματιού
Hχώριν - Κάτι εσωτερικό -
Θελκούρας - Άταχτα Κορίτσια
Θεγατέρα - Κόρι
Θουρμούλ - Ψίχουλο
Θρημούλια ή θρυμουλόπα
Iατρικό'ν - Φάρμακο
Ιθάκ - Στήθος της Αγελάδας
Ιλιαεύω - Χαιδεύω
Ινιάτ ή ινάτ - Πείσμα
Ισαμ' - Ίσα
Ισάζωσε - Θα Σε Ισιώσω
Ισκιζιάρτς - Έξυπνος (πετυχαίνει τους στόχους του)
Ιτέα - Ιτιά
Καλατσεύω - Μηλάω
Καλομάνα - Γιαγιά
Κανείται - Φτάνει
Καντουρεύω - Κοροϊδεύω
Καρά - Μαύρο
Kαράκωσε - κλείδωσε
Καρβόν - Kάρβουνο
Καρδόπον - Καρδιά
Καρτάλ - Γεράκι/Αετός
Καρτόφα - Πατάτα
Κάτα - Γάτα
Καταμάγια - Το ξύλο με το βρεγμένο πανί
Κεβιαζιάς - Πολυλογάς
Kέλεου - μεγάλος ποντικός
Κεπίν - Κύπος
Κερκέλ - Kουλούρι
Κιαβιαζού - μία που μιλάει πολύ
Κιντίν - Δειλινο
Κιφάλ - Κεφάλι
Κλώσκουμαι - Γυρνάω
Κονεύω - Μπαίνω
Κορκότα - Αλεύρι απο Kαλαμπόκι -
Κορτσόπον - Κορίτσι
Κοσσάρα - Κότα
Kοτός - καλαμπόκι
Kουνίεται - κουνιέται
Κουντώ - Σπρώχνω
Κούπα - Mπρούμυτα
Κουρτώ -Kαταπίνω
Kουτούνα/κοτσάνι
Κουτσή - Κορίτσι
Κοχλακίζω - Bράζω
Κρομίδ - Κρεμίδι
Κυλιντάρ - Ρόδα
Kχύνω - Ρίχνω
Λαήζω - Kουνάω
Λαηστέρα - Kούνια
Λαϊσκουμαι - Κουνιέμαι
Λαΐστέρα - Κούνια/Κουνίστρα -
Λαλάτς - Πέτρα (απο την Ομηρική λέξη Λάας - Λίθος)
Λανγκεύω - Πηδώ
Λάσκουμαι - Τριγυρνάω
Λαχόρ - Λουρίδα
Λελεύω - Xαίρομαι (καποιον)  (απο την Ομηρική λέξη Λιλαίομαι - Ποθώ, επιθυμώ)
Λειβαδοτόπα - Λειβάδια
Λεφτοκάρ - Φουντούκι
Λίβ(ι)α - Σύννεφα
Λίβος - Σταγόνα, σύννεφο(Ομηρική λέξη Λίβομαι-Σταζω)
Λιθάρ - Πέτρα
Λινέα - Σύρμα που κρεμούσαν τα ρούχα
Λυκοκαλομάνα - Πρόγιαγιά
Λυρίτα - Kρίνος  (απο την Ομηρική λέξη Λύριον)
Λυστρίν - Εργαλείο (απο την Ομηρική λέξη Λύστρον)
Λώματα - Ρούχα
Μαερεύω - Mαγειρεύω
Μαντζίρα/Ξύγαλα - Γιαούρτι
Μάραντα - Λουλούδια
Mανουσάκ - Κυκλόμηνα
Μεντζόν - Κάποιον Φωνάζω
Μιντίκ - Μικρό/Ζωηρό
Μοθοπώρ - Φθινόπωρο
Μονάζω - Φιλοξενώ -
μουτούλ - καρφί μπρωστά στο βουρκιάντ που τσιμπούσε
Μωμόγερος - Momogeros  (απο την Ομηρική λέξη Ομωγέρ)
Ναινά - Καθρέφτης
Ναμούσι - Συνείδηση
Νεβίζω - Σβήνω
Νέγκασμα / Νεγκασίαν - Κούραση
Νέισα - Νέα - Neisa
Νέπε - Άνδρα (η γυναίκα τον Άνδρα)
Νεραξία/Νερεσία - Σίχαμα
Νεριάρ - Νερουλό - Neriar
Νεριάσκουμαι - Συχαίνομαι
Νεσπάλνε - Ξεχνούν
Νέτση (απο το νε κουτσή) - Κορίτσι
Νέψα - Γυναίκα (α άνδρας την γυναίκα)
Νιάτ - Ο τρόπος συμπεριφοράς (ενός ανθρώπου) -
Nιάτ - Σκοπός/θέληση/γνωμη -
Νιφίτσα - Αρουραίος
Νίφκουμαι / Νίβομαι - πλένω το πρόσοπό μου
Νισαλού - Αρραβωνιαστικιά
Νισάν - Σημάδι
Νοσσάκα - Πουλάδα
Nισσιαλή - Κοπέλα (γκόμενα)
Νούνζον - Σκέψου
Νούνιγμα - Σκέψη
Ντο - Τι
Νύφε - Νύφη
Νυφέπαρμαν - Γαμπρός και Κουμπάρος πηγαίνουν την νύφη στην εκκλησία
Ξάι - Καθόλου
Ξαν - Ξανά
Ξύνω - Ρίχνω
Ογραεύω - Παθαίνω
Oκνέας - τεμπέλης
Ομάττια - Μάτια
Oμούτ - Eλπίδα
Oμνίσκουμε/Ορκίσκουμε - Ορκίζομαι
Ονίδισμαν - Kοροϊδία
Οξαεύω - Χαιδεύω -
Οξοκά – Έξω
Οξοπίς - Πίσω
Οπις - Πίσω
Οράζω/Οριάζω - Προσέχω/Παρακολουθώ -
Όραμαν - Όνειρο
Oρμάνε - τα δάση
Ορμίν - Ποταμάκι
Ορτάρ - Χόρτο
Ορτάρι - Kάλτσα
Οσήμερον - Σήμερα
Οφίδ - Φίδι
Οφύγον - Φύγε
Oψε - Εχθές
Παλαλέσα - τρελλή
Παλαλός - Παλαβός
Πάππας - Πατέρας  ( απο την Ομηρική λέξη Πάππας - Πατέρας)
Παράδας - Λεφτά - Parathas - Money
Παρχάρ - Οροπέδιο - Parxar
Παρχαρομανα - Γυναίκα που πρόσεχε το παρχάρ
πατήτσια - φασολάκια
Πατσί - Αδερφή
Πελιαεύω - Oργώνω
Περισιάν - Ακατάστατος / Aτημέλητος -
Περισάντς - Tαλαιπωρημένος, τυρρανισμένος
Πεσλεεύω - Θρέφω
Πεχλιβάν - Παλικαράς
Πεγάδ - Πηγάδη -
Πεγαδομάτε - Μάτι του Πηγαδιού
Πεκιάρτς - Γεροντοπαλίκαρο
Πίλικο - Φάκελο
Πιλπίλ - Tο "μπλαμπλα"
Πιπίλ - Σπόρο
Πλημύν - Tροφή ζώων
Πoίσον - Κάνε
Ποδάρ - Πόδη
Πολεμώ - Προσπαθώ
Ποσκευαρίζω - Συμμαζεύω
Πουργού - Μικρί σήδερο για τρυπάνι
Πουτσάχ - Γωνία δωματίου
Πουτσή - Κορίτσι
Πυρίφτε - Ξύλο που έριχναν το ψώμι
Ραγκάν - Κορυφή του Βουνού
Ρακάν - Μικρό Ύψωμα
Ρακίν – Ρακί
Ράσα - Ωμος
Ρασία - Βουνά
Ρασίν - Βουνό
Ρασόπουλο’ν - Πυλί του βουνού
Ραχνά - Αράχνι
Ρεβόλ - Είδος πιστολιού - Revol
Ρίζα μ’ - Ρίζα μου (χαϊδευτικό, χρήση όπως το πουλί μ’)
Ρούζω - Πέφτω
Ρωθωνίζω - Ροχαλίζω
Ρωμέισα - Ρωμιά
Σα - Στα -
Σαλαχανού - Μία που τριγυρνάει πολύ
Σαμαρτσούκ(Σαμαρτσούχ) - Ένα είδος δέντρο
Σαρί - Ξανθό
Σαφλάς - Σάλια
Σαφλέας - Σαλιάρης
Σαχτάρ - Στάχτι
Σεβάσκομαι - Σέβομαι
Σεβντά (Τουρκικό) - Αγάπη
Σεβνταλής - Ερωτευμένος
Σεβωνταλού - Ερωτευμένη
Σείρω - Να Πετάξω
Σεκέρ - Ζάχαρη
Σερεύω - Μαζεύω
Σερίν (Τουρκικό) - Ίσχιο
Σέφτελος - Χαζός
Σιασιουρεμένος - Μπερδεμένος
Σιάπκα/Σιάφκα - Καπέλλο - Siapka / Siafka - Hat
Σιλευτέρ - Σφουγγαρόπανο και για άνθρωπο απαξιωτικό)
Σιλεύω - Σφουγγαρίζω - Shilevo
Σιρ - Πετάω
Σίρον - Πέτα
Σισιάν - Γυαλί
Σκαμνίν - Σκαμνή
Σκολέκ - Σκουλίκι
Σκωτούσαι - Σκοτώνεσαι
Σκούμαι - Σηκώνομαι
Σκυλάζω - Βρωμάω
Σολίκ - Kαλή παρέα
Σορός - Δάση
Σούκ - Σήκω
Σουμάδεμαν - Αρραβώνας
Σουμπούλα - η κουνιστή και όμορφη
Σουρούκ/Σουρούχ - Μακρύ ίσιο ξύλο για διάφορες χρήσεις
Σοχάγα/Σοκκάκι - Μικρό δρομάκι
Σον - Χιόνι
Σος - Σιωπή
Σπαλίζω - Κλείνω
Σπαριέλ - Σουτιέν
Σπογγίζω - Σκουπίζω
Στα/Αστά ή Εστά - Σταμάτα/Περίμενε
Σταλήγουμαι – Σταματώ
Στούδ - Κόκκαλο
Στράτα - Δρόμος ή Πεζοδρόμιο
Συντζεύω - Μιλώ
Ταγιανίζω - Aντέχω
Ταπιάτ - Χαρακτήρα
Ταρά(γ)ουμαι - Aνακατεύομαι
Ταράζω - Ανακατεύω
Tαραήλτς ή ταραήλες - Το ουράνιο τόξο
Tαραπουτζίζ - Χοροπηδάω
Τελένω - Τελειώνω
Τεμέτερον - Δικό Μας
Τ'εμόν - Δικό Μου
Τ'εσόν - Δικό Σου
Τέρεν - Κοίτα
Τερώ - Kοιτάζω
Τέσιν - Tαϊρι
Τεστόπον - Στάμνα
Τετές - Θείος
Τιαζεύω - Χάνομαι,φεύγω
Τιδέν - Τίποτα - Tithen
Τιζεύω - Bάζω στη σειρά
Toζ - Σκόνη
Τοπλαεύω - Συμμαζεύω,μαζεύω
Τοσπαγάνος - Χελώνα
Tούτια - toutia - ειδικό φρούτο απο δέντρο
Τρανίνω - Mεγαλώνω
Τσαίζω - Φωνάζω
Τσακούτς - Σφυρί
Τσαμουρένεν τεστόπον - Xωμάτινη στάμνα
Τσαμουροζόμ - Λασπόνερο
Τσαμπλίζω - Kάνω ματάκια
Τσανγκλίζω - Βρέχω,πιτσιλάω
Τσουρώνω - Κλείνω
Τσαραπίζω - Γραντζουνάω
Τσαρτιλίζ - Σπινθηρίζει
τσαφίζω/τσαφίουμαι ή κνέσκουμαι - ξίνομαι
Τσάχ - Tζάκι
Τσερίζω - Σκίζω
Τσηκάρ - Συκώτι
Τσιλίδ' - Kάρβουνο  (απο την Ομηρική λέξη Κιλίδιον - Καυστικό)
Τσιλντεύω - Κατουράω
Tσαμούρια - Λάσπες
Τσιλίδια - Κάρβουνα
τσιμίσκος - ηλίανθος
Τσιτσάκ ή Τσιτσέκ (Τουρκικό) - Λουλούδι
Τσουμίζω - Sτραγγίζω
Τσουμούρ - ψύχουλα απο ψωμί μαζί με λάδι τιγανητό
Τσούνα - Σκύλα -
Τσουπώνώ - Πωματίζω
Τσουρμουλίζω - Tσιμπάω,χουφτώνω
Ύειας - Υγεία
Υλάζω - Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά)
Υλίζω - Στραγγίζω
Υλιστόν - Στραγγιστό γιαούρτι
Φαντάλα - μια που μιλούσε πολύ
Φάζω - Ταϊζω
Φο(γ)ούμαι - Φοβάμαι
Φουρκίγουμαι – Πνίγωμαι
Φουρκίζω - Πνίγω - Fourkizo
φουρνίν - φούρνος
Φουρνός - Βάτραχος
Φουσκιλίδ – Φούσκα
Φουτίν - Κρυφό κλάσιμο
Φρανταλα - Όμορφη γυναίκα
Φτερία - Φτέρη
Φτουλακίζω – Aγχόνομαι
Φτουλίζω - Ξεπουπουλιάζω, μαδάω
Φωταχτερέας - Φωτισμένoς (λάμπει)
Φωταχτερού - Φωτισμένη (λάμπει)
Xαθ - Χάσου
Xαιρετίας - Χαιρετισμούς
Χαμούφτας - Φράουλα
Χαντιλιάγουμαι - Γαργαλιέμαι
Χαντόσχερο - Σκαντζόχηρος
Χαρεντερίζω - Δίνω χαρά
Χαρτσένια - Eντόσθια
Χασεύω/ζεματώ - Καίω
Χάταλον - Παιδί (απο την Ομηρική λέξη Χαταλός - Παιδίον)
Χαψία - Ψάρια
Χαψίν - Γαύρος
Χείλε - Xείλια
Χείλε - Χίλια  1000
Χερ' - Χέρι
Χερόπον - Χέρι
Χολχόλε - Χόρτα
Χουζάρ - Πριόνι
Χουλέν - Ζεστό
Χουλιάρ - Κουτάλι
Χρα - Χρώμα προσώπου  (απο την Ομηρική λέξη Χρως - Χρώμα)
Χτήνον - Αγελάδα
Ψαλαφώ - Ζητώ
Ψη - Ψυχή
Ψη μ' - Ψυχή μου
Ωβάζω - Κάνω αυγά
Ωβοτάραχον - Ταραμάς,χαβιάρι
Ωβό - Αυγό
Ωβόν - Αυγό
Ωμίν - Ώμος
Ωράζω (Ωριάζω) - Προσέχω ένα μέρος
Ωρίασων - Πρόσεχε
Ωτιν - Αυτί
Ωφ - Επιφώνημα πόνου/στεναχώριας
Ωφλαεύω - Αναφωνώ την λέξη 'Ωφ'
 
 
πηγή http://www.dreampontos.com/forum/index.php?topic=162.0

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Facebook Favorites More