Σήμερα γάμος γίνεται… και η Κάρπαθος Γλεντάει


Στου σισαμόμελου τα μέλια..
γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς
Οι ξένοι μεσ΄τους ξένους μυρίζουν τη χαρά, νιώθουν, καταλαβαίνουν πότε είναι η στιγμή που σταματά, κοκαλώνει, ο χρόνος.
Περπατάς άτονα, σχεδόν αδιαφορείς, όχι, δεν είναι για τον βηματισμό, αλλά πως πιθανά στέκεσαι στο κύμα, βυθίζεσαι στο ψέμα μιας βλαμμένης ώρας, που ελπίζεις να μην είναι η κακιά, και να που ένα δάκρυ σε σπρώχνει, σε ξανά-κλωτσά.
Είναι περίεργος ο κόσμος που φοράμε, το πρόσημο που ντύνουμε, που στολίζουμε το καθημερινό. Λίγο, σχεδόν ελάχιστα διαφέρει το θλιβερό από το χαρούμενο. Το ευχάριστο από το δυσάρεστο.
Είναι που όλα γίνονται με το ίδιο πρόσωπο, με τα ίδια χείλια φιλάμε, δεν αλλάζει, δεν άλλαξαν ποτέ. Τα χρεωθήκαμε όπως χρεωθήκαμε όλα εκείνα που νομίζουμε πως μπορούμε να τα επιστρέψουμε, να γυρίσουμε πίσω.
Θα τα δώσουμε μα όλα με την μοιραία σειρά, στην ώρα τους.
Τον δικό τους δόκιμο χρόνο, που λέει κι ο ποιητής, που ακόμη δεν τον βρήκε.
Ίδιες ρυτίδες σκάνε στο χαμόγελο, μα εκείνες είναι που στην στροφή, στο δάκρυ, περιμένουν.
Περαστικός, στέκομαι μια στιγμή, ξένος μέσα σε ξένους.
Μέσα στην σκοτούρα, το ανακάτεμα, την ανάδευση του καφέ,  και με έναν Ιούνη που φέρνει αν είναι δυνατόν, σχεδόν αναμενόμενες σαστισμένες ανατροπές, μια χαρά γράφει, σβήνει το αρνητικό, κάνει τον αριθμό, γιατί νούμερα είμαστε όλοι, να φαίνεται πιο πλήρης, χωρίς δεκαδικά.
Οι γονείς στέκουν στο πόδι και η νύφη, η Σοφία δεν βλέπει από χαρά. Φίλες στήνουν, ταιριάζουν μαντινάδες, και οι συγγενείς παραστέκουν, άλλοι με σκέψεις σύννεφα, μα οι πιο πολλοί χορεύουν με τα συναισθήματα, αρπάζουν το χαρμόσυνο και δίνουν πίσω την ελπίδα το καλοστέριωμα. Η ευχή που ψάχνουμε στα λόγια.
Ο κάθε τόπος έχει, του πρέπει, το δικό του. Εδώ κάτω στα νότια, τα γλέντια ξεκινούσαν, ξεκινούν, έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τα πάμε, από νωρίς στο κάθε σπιτικό που αλλάζει,χάνει, που δίνει, γεννά το καινούριο.
Είναι το πατρικό της νύφης, ο τόπος του θεατρικού, η σκηνή που παίζει θίασος, ο χρόνος.
Σαν μια κρυφή πρωτοχρονιά, γλεντοκοπούν στο όριο, με το ασυνείδητο να βγαίνει και να αλλάζει ρόλο, για πρώτη ίσως τελευταία αποδεκτή φορά, να χορεύει η ψυχή,  να τραγουδά.
Να πλέκει στίχους στην στιγμή, δίστιχα, που γίνονται βέλη για ανοχύρωτες καρδιές που χρόνια περιμένουν.
Ριμά-δες μαντινάδες. Ανοχύρωτοι που ήμασταν πάντα.
Στο ύψωμα πάνω, την ώρα που το γλυκό μεθύσι κάνει τα φώτα να μην έχουν σκιές, τίποτε γεννημένο να μην κρύβει χαρακτήρα, φέρνουν και τον γαμπρό. Άλλο μεθύσι, τι μπορεί να μην είναι έρωτας,  είναι το ίδιο γλέντι που στήθηκε από διπλανό μπουλούκι, ο άλλος θίασος΄
Έρχεται, φτάνει, και πριν τους αιώνιους όρκους ένας διαφορετικός θεός, σχεδόν τύφλα ή τυφλός, δεν πολυφαίνεται από εδώ που είμαι, ορκίζει το ζευγάρι.  Μυστήριο μακριά από μυρωδιές κεριών, μονάχα για μυημένους, για όλους εμάς.
Ρόδια που σπάνε στις αυλές, παπλώματα, προικιά σιδερωμένα, μάτια που κλαίνε για άλλα μάτια, κρυφά που γίνεται το πάθος, γράφεται το λάθος στο κάθε, μα κάθε, σωστό βήμα.
Το αυτοσχέδιο μέσα στο καλοοργανωμένο συνεχίζει, κρατά το χέρι του ρυθμού η λύρα, η τσαμπούνα το λαούτο, κομπανιάρει το ταξείδι.
Δεν σταματά αυτό το τραγούδι, γίναμε πάλι όλοι ένα, ένα ήμασταν μα ψάχναμε μια αφορμή, ψάχναμε να κάνουμε το δάκρυ για χαρά και το χαμόγελο να γίνει αυθεντία.
Η νύχτα παίρνει το φτιασίδωμα, μοναχά χέρια βλέπω που πιάνονται, χέρια που αγκαλιάζουν τις κοινές στιγμές. Χέρια και λόγια, ταιριασμένα, μαντινάδες που κάνουν στο ζευγάρι χίλιες ευχές και σε όλους τους υπόλοιπους, ακόμη και σε μας τους άγνωστους περαστικούς το χρόνο να παγώνει, να σταματά η στιγμή κι από ντροπή για την χαρά, να λιώνει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Facebook Favorites More