ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ (αφιερωμένο στους αδικοχαμένους μεταλλωρύχους στη Marikana της Ν. Αφρικής)

1. για να διαβάσετε πολιτικό/ιστορικές  αναφορές από τη Ν. Αφρική κλικ εδώ
2. κάτι παρόμοιο συνέβη στην Αμερική, το 1914, με πρωταγωνιστή τον ήρωα Έλληνα Louis Tikas (Ηλίας Σπαντιδάκης) κλικ εδώ
3. Εκμετάλλευση στα ορυχεία της Αφρικής κλικ εδώ
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Σήμερα, δηλώνω εργάτης στα ορυχεία Μαρικάνα της Νοτίου Αφρικής. Δηλώνω εργάτης και είναι ετούτα τα τελευταία λόγια που σας λέω, εγώ ο άγνωστος εργάτης των ορυχείων Μαρικάνα, στη γη του Ουράνιου Τόξου. Θα σας επισημάνω ό,τι πρέπει να ειπωθεί, γιατί υπάρχουν πράγματα, ανείπωτες ιστορίες που δεν πρέπει να κρύψουμε, τέτοιες σιωπές δεν μας αρμόζουν. Εδώ η ζέστη είναι αφόρητη. Μες στις γαλαρίες οι άντρες πεθαίνουν μες σε παραληρηματικούς πυρετούς. Επαναλαμβάνουν πως τούτη η πράξη θα δικαιώσει κάποτε τα παιδιά τους. Είναι γενιές ολόκληρες τώρα που προσμένουν να δικαιωθούν. Μα ζουν πρόχειρα σε στοές και ράμπες αναπήρων, παίζουν μουσική με αυτοσχέδια όργανα, φτιάχνουν δίσκους μουσικούς με λίγα χρήματα, ονειρεύονται πεισματικά, τραγουδούν για τα παιδιά των δρόμων, κοιμούνται σε προσεγμένα χαρτόκουτα, στη σκιά του Νέλσονα. Τα παιδιά εδώ, στη γη που κείτομαι, ζουν λίγα χρόνια, έπειτα πεθαίνουν αδέσποτα κάτω από τον ήλιο, φέρουν σημάδια από φοβερές αρρώστιες, έχουν πάνω τους χαραγμένο το άστρο της μοναξιάς. Είναι νεκρά τα παιδιά, φωνάζουν οι μητέρες και στα πόδια τους γυρνούν φίδια που λυμαίνονται τον τόπο.
Σήμερα, είμαι εργάτης στα ορυχεία Μαρικάνα. Πρόκειται να πεθάνω, αν κατορθώσω όμως και αντέξω λίγο ακόμα τις ζεστές νύχτες μες στις σήραγγες, ίσως κάπου, ίσως λέω κάποιος να πει καθώς θα βαδίζει σε μια δική του, παλιά πόλη, πως ακούγονται ψίθυροι, πως υπάρχουν άνθρωποι βαθιά, κάτω από τα πόδια μας. Άνθρωποι που κοιτούν επίμονα τη νύχτα, άνθρωποι που ζουν ανάμεσα σε σύρματα, που καίγονται στις μεγάλες πορείες του δίκιου. Όλα ετούτα, αν ζήσω, εγώ ο τελευταίος εργάτης των ορυχείων Μαρικάνα. Διότι αν σκοτωθώ στις ανταλλαγές των πυροβολισμών, αν με περισυλλέξουν +

ακίνητο και ωραίο, σαν κάθε  
αγωνιστή, οι θλιμμένοι συγγενείς τότε εκείνα τα παιδιά στις ράμπες, εκείνοι οι ανάπηροι, οι ρημαγμένοι που ανοίγουν μια πόρτα το πρωί και χάνονται μες στο θόρυβο, κρυμμένα παιδιά της νύχτας, τότε όλοι εκείνοι που γυρνούν σαν τους παράφρονες μες στα δωμάτια με τους επενδεδυμένους τοίχους, τότε όλοι αυτοί θα ακουστούν, θα φανούν κάτω από τη σκιά του τρομερού Νέλσονα, που εορτάζει με τρόπο τρυφερό πάντα το πέρασμα του καιρού και γύρω του δεν ακούει τις βουβές κραυγές των παιδιών, των μανάδων που γυρεύουν μες στα σκόρπια υλικά και φτιάχνουν φορεία από σπασμένα, στρατιωτικά εφόδια δυτικής προελεύσεως. Μεταφέρουν μίλια τις σωρούς και όλο διώχνουν με τα χέρια τους, με ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από τις φωνές τους, τους αιμοσταγείς γύπες, σηκώνουν χώμα, κουρνιαχτό, σαν να κατευθύνονται ηρωικές, προς μία βέβαιη ήττα.
Δεν γνωρίζω αν φαντάζεσαι για ποιο πράγμα σου μιλώ. Δεν γνωρίζω καν αν φτάνει η φωνή μου στα ψηλά κτίρια, στους ασφυκτικούς εξώστες, στις φωλιές που κρύβεσαι από το θάνατο. Σήμερα, εγώ ο άσημος εργάτης του ορυχείου Μαρικάνα θα χαθώ, κανείς δεν θα με μνημονεύει καθώς εκείνους τους φίλους που πάντα μας λείπουν, μα σπάνια θυμόμαστε το χρώμα των ματιών, το ύφος, ή άλλα τέτοια, στοργικά πράγματα, σπάνια κλαίμε πια για όλα αυτά. Δεν σου μιλώ για να με ακούσεις, για να στρέψεις τις ψηφιακές αντένες σου προς τον τόπο το δικό μου. Σου μιλώ για να ξέρεις πως εδώ ακόμη, τη ζωή μου την εποπτεύουν βρώμικα σκυλιά, σου μιλώ για να ξέρεις πως σε κάθε εποχή, το δίκιο απαιτεί ήρωες ανεξιχνίαστων θανάτων.
{Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στις νεκρές μορφές των εργατών του ορυχείου Μαρικάνα που πλήρωσαν το δίκιο  με τη ζωή τους. Στο νοτιότερο άκρο της αρχέγονης ηπείρου, κοιτίδας του ανθρώπου, δεν αδιαφορούν για τη μοίρα τους και επαναστατούν και πεθαίνουν γιατί εκείνο που πόθησαν περισσότερο δεν είναι άλλο από τη βασική προσφορά του κόσμου μας. Τη στοργή. Εις μνήμην λοιπόν, των πιο σπουδαίων αξιώσεων.}

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Facebook Favorites More